έκκεντρο

έκκεντρο
Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε παλινδρομική κίνηση ενός βάκτρου και αντίστροφα. Το έ. αποτελείται από έναν δίσκο με μεταβλητό πάχος ανάλογα με τις περιπτώσεις, ο οποίος είναι σταθερά συνδεδεμένος με τον κινούμενο άξονα. Η κατανομή του δίσκου δεν είναι κυκλική· το βάκτρο που στηρίζεται πάνω του κινείται με καθορισμένο τρόπο. Η ταχύτητα και η επιτάχυνση της κίνησης εξαρτώνται από τη μορφή της κατανομής (έ. αρμονικό, εφαπτομενικό κλπ.). Τα έ. χρησιμοποιούνται πολύ στους κινητήρες εσωτερικής καύσης για την επίτευξη της παλινδρομικής κίνησης των βαλβίδων εισαγωγής και εξαγωγής, καθώς και στις αυτόματες και ημιαυτόματες εργαλειομηχανές κλπ. Το έ. μπορεί να δρα απευθείας πάνω στο κατευθυνόμενο ωστήριο βάκτρο (μερικές φορές με την παρεμβολή ενός τροχού ή κυλίνδρου για τη μείωση των τριβών) ή διαμέσου ενός ζυγώθρου. Αυτός ασκεί μια ώθηση στον άξονα μόνο κατά τη διάρκεια της ανύψωσης ή παθητικής φάσης, ενώ η επιστροφή του ωστηρίου προς τα κάτω γίνεται με τη δύναμη της βαρύτητας ή με άμεση δράση ενός ελατηρίου. Έκκεντρα διαφορετικής κατανομής, τα οποία κινούνται περιστροφικά και δρουν πάνω σε ένα βάκτρο με επαφή ολίσθησης (αριστερά) και πάνω σε ένα βάκτρο με επαφή κύλισης διά τροχίσκου (δεξιά).
* * *
το
βλ. έκκεντρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκκεντρο — το (μηχ.), μετάλλινος δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, ο οποίος δεν περνάει όμως από το κέντρο του δίσκου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… …   Dictionary of Greek

  • κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… …   Dictionary of Greek

  • πρέσα — Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

  • έκκεντρος — η, ο 1. που δε βρίσκεται στο κέντρο κύκλου, ο εκκεντρικός (βλ. λ., 1). 2. (μηχ.), που στρέφεται γύρω από άξονα, ο οποίος δεν περνάει από το κέντρο του. 3. το ουδ. ως ουσ., έκκεντρο (βλ. λ.). 4. φρ., «έκκεντροι κύκλοι», κύκλοι που περικλείνονται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκεντρικότητα — η 1. η θέση έξω από το κέντρο ή η απόσταση από αυτό, η εκκεντρότητα. 2. (μηχ.), η απόσταση μεταξύ του κέντρου του δίσκου του έκκεντρου (βλ. λ.) και του κέντρου του άξονα, στον οποίο σφηνώνεται το έκκεντρο. 3. μτφ., η ιδιότητα του εκκεντρικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”